λευκοέρυθρος

λευκοέρυθρος
λευκο-έρυθρος, ον,
A = λευκέρυθρος, Procl.Par.Ptol.203.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευκοέρυθρος — λευκοέρυθρος, ον (Α) βλ. λευκέρυθρος …   Dictionary of Greek

  • λευκέρυθρος — η, ο (AM λευκέρυθρος, ον Α και λευκοέρυθρος, ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρυθρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”